- κορυφῇσι
- κορύπτωbutt with the headaor subj pass 3rd sg (epic)κορυφήheadfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορυφῇσι — Κορυφή head fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφῆισι — κορυφῇσι , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg (epic) κορυφῇσι , κορυφή head fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφῇσ' — κορυφῇσι , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg (epic) κορυφῇσι , κορυφή head fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφῆισι — Κορυφῇσι , Κορυφή head fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφῇσ' — Κορυφῇσι , Κορυφή head fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek
κολωνός — Ονομασία με την οποία αναφέρονται τρεις αρχαίοι δήμοι της Αττικής. Αγοραίος Κ. Πήρε την ονομασία του από τον λόφο που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αγοράς των Αθηνών, εκεί όπου είναι χτισμένο το Θησείο (ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς) και… … Dictionary of Greek
πιδήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει αφθονία πηγών («Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζειν πιδηέσσης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ + κατάλ. ήεις μέσω αμάρτυρου *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] … Dictionary of Greek